παχύρριζα

παχύρριζα
παχύρριζος
with thick roots
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχύρριζα — (pachyriza). Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, που ζει στις τροπικές χώρες της Ασίας. Τα φυτά του γένους αυτού είναι πόες ή αναρριχητικά, με άνθη γαλάζια και καρπούς λοβοειδείς με οχτώ σπέρματα. Τα γνωστότερα είδη είναι η π. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”